- σοδιά
- η, Νβλ. σοδειά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εισοδιά — και σοδιά, η βλ. εσοδεία … Dictionary of Greek
σοδειά — και σοδιά, η, Ν 1. η συγκομιδή τών καρπών ή άλλων αγροτικών προϊόντων αφού ωριμάσουν 2. το σύνολο τών καρπών και προϊόντων που συγκομίζονται για μια χρονική περίοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εἰσοδεία, με συνίζηση τού εια και σίγηση τού αρκτικού / i / γιατί… … Dictionary of Greek
Δρίμακος — Ονομαστός δούλος της αρχαιότητας, που έζησε στη Χίο και έπεισε τους άλλους δούλους να επαναστατήσουν εναντίον των κυρίων τους και πήγε μαζί τους στα βουνά, λεηλατώντας από εκεί τα κτήματα των πρώην αφεντικών τους. Οι Χίοι συνθηκολόγησαν μαζί του… … Dictionary of Greek